- μάκρος
- -ους και -ου, το (AM μάκρος)η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου»)νεοελλ.1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το μάκρος απ' την κόρη εβάλθηκε τσι πόνους του να συγκερνά ως εμπόρει», Ερωτόκρ.)4. φρ. α) «τραβάω σε μάκροςδιαρκώ πάρα πολύ, παρατείνομαιβ) «τού μάκρους» — κατά μήκοςνεοελλ.-μσν.1. μεγάλη απόσταση, μεγάλη έκταση («τής θάλασσας τα μάκρη»)2. (στη γεν.) τού μάκρους (ως επίρρ.) κατά μήκος, ως προς το μήκος («διὰ νὰ μετρήσει τὴν γῆν τοῡ μάκρου καὶ τοῡ πλάτου», Χούμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. πλατύς: πλάτος, φαρδύς: φάρδος)].
Dictionary of Greek. 2013.